- ήσκιωμα
- τό1) тень (деревьев); 2) печаль, огорчение; 3) πλ. призраки, привидения
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ήσκιωμα — το [ησκιώνω] 1. (κυρίως για δέντρα και φυτά) η σκιά 2. ο τόπος που σκιάζεται («κάθεται στο ήσκιωμα») 3. μτφ. συμβάν, κατάσταση, διάθεση που θορυβεί, ανησυχεί, θλίβει την ψυχή 4. συνεκδ. ψυχική ανησυχία, θλίψη, μελαγχολία 5. η πνευματική ή ψυχική… … Dictionary of Greek
ήσκιος — ο 1. η σκιά, το σκοτεινό είδωλο αδιαφανούς σώματος το οποίο σχηματίζεται στο έδαφος ή σε άλλη επιφάνεια σε αντίθετη διεύθυνση από αυτήν που φωτίζεται 2. συνεκδ. ο σκιαζόμενος τόπος, το ήσκιωμα 3. μτφ. είδωλο φανταστικών πραγμάτων που δεν έχουν… … Dictionary of Greek
ησκιωσιά — η 1. ήσκιωμα, σκιά που απλώνεται κάπου 2. τόπος που έχει σκιά, τόπος σκιερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ησκιώνω + κατάλ. σιά (πρβλ. αρματω σιά < αρματώνω, θολω σιά < θολώνω)] … Dictionary of Greek
ησκιόφωτο — και ησκιόφως, το 1. σκιόφως*, σκιά 2. σκιαζόμενος τόπος, σκιερός τόπος, ήσκιωμα («πάμε στο ησκιόφωτο») 3. μτφ. η ψυχική ανησυχία και το αίτιο που τήν προκαλεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήσκιος + φωτο (< φως), πρβλ. φεγγαρό φωτο] … Dictionary of Greek
ησκιώτεμα — το [ησκιωτεύω] το αποτέλεσμα τού ησκιώνω, το ήσκιωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ησκιωτεύω < ησκιώνω] … Dictionary of Greek
θολία — η (Α θολία) [θόλος] σκιά δέντρου, ήσκιωμα («το παρκάκι τού προσφέρει τας θολίας του», Νιρβ.) αρχ. 1. πλατύγυρο καπέλο τών γυναικών με κωνική προεξοχή στο επάνω μέρος για προφύλαξη από τον ήλιο 2. αλεξήλιο, μέσο που προφυλάσσει από τις ηλιακές… … Dictionary of Greek